- μυστοδότης
- μυστο-δότης, ου, ὁ,A = μυσταγωγός, Mesom.Mus.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυστοδότης — μυστοδότης, ὁ (Α) μυσταγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης] … Dictionary of Greek
μυστοδότα — μυστοδότᾱ , μυστοδότης masc nom/voc/acc dual μυστοδότης masc voc sg μυστοδότᾱ , μυστοδότης masc gen sg (doric aeolic) μυστοδότης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)